βλαίσωσις

βλαίσωσις
βλαίσωσις
retorting of a dilemma
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βλαίσωση — η (Α βλαίσωσις) [βλαισούμαι] η βλαισότητα αρχ. σχήμα του ρητορικού λόγου είναι η παράταξη δύο αντίθετων προτάσεων κάθε μία από τις οποίες ακολουθείται από δύο αντίθετα συμπεράσματα …   Dictionary of Greek

  • βλαισώσεως — βλαισώσεω̆ς , βλαίσωσις retorting of a dilemma fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”